-
1 αλύπητα
επίρρ.1) беспечально; 2) безжалостно, бессердечно; 3) не жалея;σκορπώ λεφτά αλύπητα — сорить деньгами
См. также в других словарях:
μοιράζω — και μεράζω (ΑΜ μοιράζω, Μ και μεράζω) [μοίρα] 1. χωρίζω κάτι σε τεμάχια ή σε μερίδια, τεμαχίζω, κομματιάζω («μοίρασα το κρέας σε μερίδες για να τό μαγειρέψω») 2. διανέμω κάτι σε κάποιον («πρέπει να μοιραστούν τρόφιμα στους σεισμοπαθείς») 3.… … Dictionary of Greek
σκορπίζω — και σκορπάω και σκορπώ σκόρπισα, σκορπίστηκα, σκορπισμένος 1. ρίχνω εδώ κι εκεί, διασπείρω: Σκόρπισε το λίπασμα στο χωράφι. – Ο αέρας σκόρπισε τα φύλλα των δέντρων στους δρόμους. 2. σπαταλώ: Σκορπάει τα λεφτά του σε ανόητες διασκεδάσεις. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)